ἀσφαλτόπισσα

ἀσφαλτόπισσα
ἀσφαλτόπισσα, ,
A = πισσάσφαλτος, LXX Ex.2.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασφαλτόπισσα — η (Α ἀσφαλτόπισσα) ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου …   Dictionary of Greek

  • ἀσφαλτοπίσσῃ — ἀσφαλτόπισσα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • πισσάσφαλτος — η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α νεοελλ. ονομασία τής φυσικής ή τής κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα αρχ. κράμα πίσσας και ασφάλτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος] …   Dictionary of Greek

  • ԿՊՐԱՁԻՒԹ — (ոյ.) NBH 1 1126 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ἁσφαλτοπίσσα bitumen cum pice. Կուպր խառն ընդ յիւթ, խառնուրդ երկոցունց. խաթրան ու զիֆի խառնած՝ նաւ ծեփելու. (եբր. խէմր. լծ. ընդ կուպր.) *Ծեփեաց զնա կպրաձիւթով. Ել. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”